γυναικαδέλφου

γυναικαδέλφου
γυναικάδελφος
wife's brother
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Άμβρακος — Ισχυρό φρούριο στην αρχαία Αμβρακία. Βρισκόταν στο σημερινό νησάκι Φιδόκαστρο, κοντά στις εκβολές του Άραχθου, όπου βρέθηκαν ερείπιά του. Ο Ά. κυριεύτηκε από τον Φίλιππο, μετά από σκληρή πολιορκία 40 ημερών κατά την κάθοδό του από την Ήπειρο… …   Dictionary of Greek

  • Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… …   Dictionary of Greek

  • Ραζή-Κότσικας — Οικογένεια της Κεφαλονιάς, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην Επανάσταση. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός. Γεννήθηκε το 1798. Πολύ νέος ανακηρύχτηκε από τους συμπατριώτες του γενικός αρχηγός τους. Όταν άρχισε η Επανάσταση έσπευσε στο Μεσολόγγι και ανέλαβε …   Dictionary of Greek

  • Τρελόνι, Έντουαρντ Tζον — (Trelawny, 1792 1881). Άγγλος φιλέλληνας ο οποίος πήρε ενεργά μέρος στην Επανάσταση. Σε νεαρή ηλικία κατετάγη στο αγγλικό ναυτικό, αλλά φύση ρομαντική και εκκεντρική καθώς ήταν επιδόθηκε γρήγορα στην περιπετειώδη ζωή και εγκατέλειψε τις τάξεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”